- ξαίνεται
- ξαίνωscratchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
εύξαντος — εὔξαντος, ον (Α) (για μαλλί) αυτό που ξαίνεται καλά ή εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξαντός (< ξαίνω)] … Dictionary of Greek
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek
λανάρι — το (Μ λανάρι) εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. τού επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, ae «έριον, μαλλί»] … Dictionary of Greek